κούρσα

κούρσα
η
(λ. γαλλ. ή ιταλ.)
1. διαδρομή με άμαξα ή αυτοκίνητο.
2. ιδιωτικό αυτοκίνητο: Πήγαμε μια βόλτα με την κούρσα του.
3. ιπποδρομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που …   Dictionary of Greek

  • Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( …   Википедия

  • κουρσάρος — Βλ. λ. πειρατεία (πολεμική). * * * και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος) 1. πειρατής, ληστής 2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • κουρσεύω — (I) (Μ κουρσεύω) [κούρσος] 1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ νεοελλ. 1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω 2. καταστρέφω νεοελλ. μσν. κυριεύω, εκπορθώ μσν. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, η, ον… …   Dictionary of Greek

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • ντεμαράζ — το άκλ. η ένταση τού ρυθμού προς το τέλος τής διεξαγωγής ενός αγώνα δρόμου, χάρη στην οποία ένας αθλητής κατορθώνει να προπορευθεί από τους άλλους («με ντεμαράζ στα τελευταία μέτρα κέρδισε τελικά την κούρσα»), [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demarrage <… …   Dictionary of Greek

  • ντραγκ ρέισινγκ — άκλ. κατηγορία αγώνων ταχύτητας αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών με ισχυρότατους κινητήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. drag race < drag «οχήματα ειδικά τροποποιημένα για μεγάλες ταχύτητες» + race «αγώνας, κούρσα»] …   Dictionary of Greek

  • ξέφρενος — η, ο 1. αυτός που είναι έξω φρενών, που έχασε την ψυχραιμία του και το λογικό του, τρελός 2. αυτός που είναι έξω από τους φραγμούς που επιβάλλει η λογική, έξαλλος («ξέφρενο γλέντι») 3. (για ταχύτητα, δρόμο) φρενήρης, ιλιγγιώδης («ξέφρενη κούρσα») …   Dictionary of Greek

  • σπυρθίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) α) «σπυρθίζειν τὸ ἀνασκιρτᾱν, ἀπὸ τῶν ὄνων» β) «σπᾱσθαι καὶ ἀγανακτεῑν. πυδαρίζειν καὶ σφύζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. που ανάγεται στην οικογένεια τού σπαίρω* «σκιρτώ, σπαρταρώ» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”